- πανεχθής
- -ές, Απάρα πολύ μισητός, μισητότατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -εχθής (< ἔχθος «μίσος»), πρβλ. φιλ-εχθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανεχθεῖς — πανεχθής all hostile masc/fem acc pl πανεχθής all hostile masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)